ὑστεραῖοι — ὑστεραῖος following masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραία — ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc/acc dual ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίας — ὑστεραί̱ᾱς , ὑστεραῖος following fem acc pl ὑστεραί̱ᾱς , ὑστεραῖος following fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
ὑστεραίαι — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίαν — ὑστεραί̱ᾱν , ὑστεραῖος following fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίην — ὑστεραί̱ην , ὑστεραῖος following fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίης — ὑστεραί̱ης , ὑστεραῖος following fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίᾳ — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεραίῃ — ὑστεραί̱ῃ , ὑστεραῖος following fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)